ἀπολύσομεν

ἀπολύσομεν
ἀπολύ̱σομεν , ἀπολύω
destroy utterly
aor subj act 1st pl (epic)
ἀπολύ̱σομεν , ἀπολύω
destroy utterly
fut ind act 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”